- επιστράτευση
- ηπρόσκληση ηλικιών στρατευσίμων και επίταξη ζώων, οχημάτων, υλικού κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιστράτευση — Το στάδιο της μετάπτωσης των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας από την ειρηνική κατάσταση στην πολεμική. Η ε. είναι το αποτέλεσμα ιδιαίτερων μελετών –σχέδια ε.– που συντάσσονται από πριν, με βάση τον πιθανό αντίπαλο και τις περιοχές στις οποίες… … Dictionary of Greek
ἐπιστρατεύσῃ — ἐπιστρατεύσηι , ἐπιστράτευσις fem dat sg (epic) ἐπιστρατεύω march aor subj mid 2nd sg ἐπιστρατεύω march aor subj act 3rd sg ἐπιστρατεύω march fut ind mid 2nd sg ἐπιστρατεύω march aor subj mid 2nd sg ἐπιστρατεύω march aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρατεύσηι — ἐπιστράτευσις fem dat sg (epic) ἐπιστρατεύσῃ , ἐπιστρατεύω march aor subj mid 2nd sg ἐπιστρατεύσῃ , ἐπιστρατεύω march aor subj act 3rd sg ἐπιστρατεύσῃ , ἐπιστρατεύω march fut ind mid 2nd sg ἐπιστρατεύσῃ , ἐπιστρατεύω march aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Civil conscription — is conscription used for forcing people to work in non military projects. Civil conscription is used by various governments around the world, among them Greece.[1], where it has been used numerous times[2] and it is called πολιτική επιστράτευση.… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
επιστρατεία — η (Α ἐπιστρατεία και ἐπιστρατηΐη) [επιστρατεύω] νεοελλ. επιστράτευση αρχ. μσν. εκστρατεία … Dictionary of Greek
επιστρατευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστράτευση («επιστρατευτικές οδηγίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστρατεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Θεόδ. Π. Δηλιγιάννη στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek